Νύμφη Opp.H.3.487
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωκυτίς — κωκυτίς, ίδος, ἡ (Α) [Κωκυτός] αυτή που γεννήθηκε από τον Κωκυτό … Dictionary of Greek
κωκυτίδα — κωκυτίς born from Cocytus fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)